- χρήσιμος
- -η, -ο / χρήσιμος, -ίμη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, ωφέλιμοςαρχ.1. (ιδίως για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην πατρίδα του, χρηστός2. (για τέμενος) αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί, πολυσύχναστος3. (για διαθήκη) έγκυρος4. (για νόμισμα) αυτός που ισχύει, που αποτελεί το συναλλακτικό μέσο μιας χώρας («νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω», Ξεν.)5. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρήσιμονυπεροχή, ανωτερότητα.επίρρ...χρησίμως ΝΜΑ, και χρήσιμα Νμε χρήσιμο τρόπο, με επωφελή τρόποαρχ.φρ. «χρησίμως ἔχω» — είμαι χρήσιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- και κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος). Η αναγωγή τής λ. στο θηλ. χρῆσις (πρβλ. βάσις: βάσιμος, στάσις: στάσιμος) παραμένει πιθανή, χωρίς, όμως, να θεωρείται και αναγκαία. Αρχική σημ. τού επιθ. χρήσιμος είναι η σημ. «αυτός τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κανείς για βοήθεια, ωφέλιμος», από όπου προήλθε η σημ. «καλός, ικανός» με μια σημασιολογική εξέλιξη ανάλογη με αυτήν τού επιθ. χρηστός* (βλ. και λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.